- αντισταθμίζω
- αντισταθμίζω, αντιστάθμισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντισταθμίζω — (Α αντισταθμίζω) ισοσταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
αντισταθμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ισοφαρίζω, εξισώνω: Τα κέρδη δεν αντισταθμίζουν τις ζημιές από τη συμμετοχή στην επιχείρηση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντισταθμιζόμενον — ἀντισταθμίζω pres part mp masc acc sg ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζομένη — ἀντισταθμίζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζόμενα — ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζόμενοι — ἀντισταθμίζω pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμισθήσεται — ἀντισταθμίζω fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζεσθαι — ἀντισταθμίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζεται — ἀντισταθμίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζοιτο — ἀντισταθμίζω pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)